- Απόσκια
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 66 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοντοβαζαίνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απόζερβος — η, ο Ι. 1. ανάζερβος, ζερβός, αριστερόχειρας 2. αδέξιος, ανεπιτήδειος 3. (για τόπο) δύσβατος («κι όλο τ απόσκια περπατεί, τ απόζερβα αγναντεύει») II. επίρρ. απόζερβα α) από τ αριστερό πλευρό β) αδέξια, δύσκολα … Dictionary of Greek
απόσκιος — α, ο [σκιά] 1. αυτός που παρέχει σκιά ή βρίσκεται σε σκιά, ο σκιερός 2. το ουδ. ως ουσ. το απόσκιο ή τα απόσκια τόπος σκιερός … Dictionary of Greek
μούχρωμα — το [μουχρώνω] σουρούπωμα, σύθάμπο, σούρουπο («το μούχρωμα ή σύθαμπο μέσα στ απόσκια δάση», Γρυπ.) … Dictionary of Greek